top of page

ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΣΕ ΕΡΩΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

 

                                                           Στον Π.Σ.

 

Επειδή με τη δική μου γλώσσα

δεν μπορώ να σ’ αγγίξω

μεταγλωττίζω το πάθος μου.

Δεν μπορώ να σε μεταλάβω

και σε μετουσιώνω,

δεν μπορώ να σε ξεντύσω

έτσι σε ντύνω μ’ αλλόφωνη φαντασία.

Στα φτερά σου από κάτω

δεν μπορώ να κουρνιάσω

γι’ αυτό γύρω σου πετάω

και του λεξικού σου γυρνάω τις σελίδες.

Πώς απογυμνώνεσαι θέλω να μάθω

πώς ξανοίγεσαι

γι’ αυτό μες στις γραμμές σου

ψάχνω συνήθειες

τα φρούτα π’ αγαπάς

μυρουδιές που προτιμάς

κορίτσια που ξεφυλλίζεις.

Τα σημάδια σου ποτέ μου δεν θα δω γυμνά

εργάζομαι λοιπόν σκληρά πάνω στα επίθετα σου

για να τ’ απαγγείλω σ’ αλλόθρησκη λαλιά.

Πάλιωσε όμως η δική μου ιστορία

κανένα ράφι δεν στολίζει ο τόμος μου

και τώρα εσένα φαντάζομαι με δέρμα σπάνιο

ολόδετο σε ξένη βιβλιοθήκη.

Επειδή δεν έπρεπε ποτέ

ν’ αφεθώ στην ασυδοσία της νοσταλγίας

και να γράψω αυτό το ποίημα

τον γκρίζο ουρανό διαβάζω

σε ηλιόλουστη μετάφραση.

 

 

Ρόδος, 16/3/02

 

ΕΝΑ ΑΠΛΟ ΚΡΕΒΑΤΙ

 

 

Κινήσεις που οδηγούν
σ' ένα απλό κρεβάτι
πώς να εμπνεύσουν πια;
Κρεβάτι χωρίς παραστάτη
χωρίς εφιδρώσεις
χωρίς εντυπώσεις
ένα άδειο στρωμένο πανί
μία οθόνη δίχως προβολή
και κινήσεις μονοσήμαντες
που σημαίνουν μόνο το τέλος
της μέρας.
Μια ειρήνη υπόγραψα φαίνεται
χωρίς καμιά μάχη
να 'χει κερδηθεί ή χαθεί.
Ειρήνη είναι ο ύπνος
που έρχεται περιβρεγμένος
μόνο με την ελπίδα
του ονείρου.
Αλλά, αναπάντεχα
μια γλύκα απλώνεται στην επιφάνεια
της ταλαιπωρημένης σάρκας.
Τέλειωσε και τούτο το βράδυ.
Ακόμη ένα κομμάτι χρόνου
που δεν πρόδωσα
δε βλαστήμησα
την ώρα και τη στιγμή.
Ήταν η μέρα καλή
καμιά δεν ένιωσα νέα πληγή
καμιά δεν κακοφόρμισε παλιά.
Κρεβάτι απλό
με τέσσερα πόδια
και καλοκαιρινά σεντόνια
βάναυσα λευκά.

6 Ιουνίου 2015

 

 

Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ (1939)

 

ΛΕΕΙ Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ 
 

             And your absence teaches 
             me what art could not

                                   Daniel Weissbort 

Δεν ύφαινα, δεν έπλεκα, 
ένα γραφτό άρχιζα, κι έσβηνα 
κάτω απ’ το βάρος της λέξης 
γιατί εμποδίζεται η τέλεια έκφραση 
όταν πιέζετ’ από πόνο το μέσα. 
Κι ενώ η απουσία είναι το θέμα της ζωής μου 
–απουσία  από τη ζωή – 
κλάματα  βγαίνουν στο χαρτί 
κι η φυσική οδύνη του σώματος 
που στερείται. 

Σβήνω, σχίζω, πνίγω 
τις ζωντανές κραυγές 
«πού είσαι έλα σε περιμένω 
ετούτη η άνοιξη δεν είναι σαν τις άλλες» 
και ξαναρχίζω το πρωί 
με νέα πουλιά και λευκά σεντόνια 
να στεγνώνουν στον ήλιο. 
Δε θα ’σαι ποτέ εδώ 
με το λάστιχο να ποτίζεις τα λουλούδια 
να στάζουν τα παλιά ταβάνια 
φορτωμένα βροχή 
και να ’χει διαλυθεί η δική μου 
μες στη δική σου προσωπικότητα 
ήσυχα, φθινοπωρινά... 
Η εκλεκτή καρδιά σου 
– εκλεκτή  γιατί τη διάλεξα – 
θα ’ναι πάντα αλλού 
κι εγώ με λέξεις θα κόβω 
τις κλωστές που με δένουν 
με τον συγκεκριμένο άντρα 
που νοσταλγώ 
όσο να γίνει σύμβολο Νοσταλγίας ο Οδυσσέας 
και ν’ αρμενίζει τις θάλασσες 
στου καθενός το νου. 
Σε λησμονώ με πάθος 
κάθε μέρα 
για να πλυθείς από τις αμαρτίες 
της γλύκας και της μυρουδιάς 
κι ολοκάθαρος πια 
να μπεις στην αθανασία. 
Είναι σκληρή δουλειά κι άχαρη. 
Μόνη μου πληρωμή αν καταλάβω 
στο τέλος τι ανθρώπινη παρουσία 
τι απουσία 
ή πώς λειτουργεί το εγώ 
στην τόσην ερημιά, στον τόσο χρόνο 
πώς δεν σταματάει με τίποτα το αύριο 
το σώμα όλο ξαναφτιάχνει τον εαυτό του 
σηκώνεται και πέφτει στο κρεβάτι 
σαν να το πελεκάνε 
πότε άρρωστο και πότε ερωτευμένο 
ελπίζοντας 
πως ό,τι χάνει σε αφή 
κερδίζει σε ουσία.

Συνέντευξη της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ στη Λίνα Νικολακοπούλου

bottom of page